Νίκος Μουρκάκος, ένας γνωστός… άγνωστος- Τρεις φίλοι του γράφουν…

Πάνος Γεραμάνης  Προσωπικότητα με κύρος, ήθος, αξιοπρέπεια και εκτίμηση, υπήρξε στο χώρο του ποδοσφαίρου, του αθλητισμού, του ραδιοφώνου και του τραγουδιού, ο Νίκος Μουρκάκος, που έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 82 ετών, την περασμένη Δευτέρα. Άφησε πλούσιο έργο ως διοικητικός παράγοντας του άλλοτε πανίσχυρου Εθνικού Πειραιά, τον οποίο υπηρέτησε με πίστη και συνέπεια επί 35 συνεχή χρόνια.
Έζησε τις πιο σημαντικές στιγμές του «Δεύτερου Μεγάλου» του Πειραιά, από τους μεγάλους θριάμβους της εποχής του ’50 και του ’60 μέχρι την πτώση του (το 1990) και το κατρακύλισμά του και σχεδόν τη διάλυσή του. Από το 1950, ο Νίκος Μουρκάκος, παράλληλα με την επαγγελματική του απασχόληση ως διευθυντής προγράμματος στον κεντρικό ραδιοφωνικό σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, εξελέγη στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού, όπου δέσποζε η φυσιογνωμία του ισχυρού (νεαρού τότε) οικονομικού παράγοντα Δημήτρη Καρέλλα, επί των ημερών του οποίου, ο «Δεύτερος Μεγάλος» του Πειραιά, γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες και μεγαλεία στην μακρόχρονη ιστορία του.
Ο Νίκος Μουρκάκος ήταν ο πιο στενός συνεργάτης, αλλά και ειλικρινής φίλος του Δημήτρη Καρέλλα. Διετέλεσε (κατά καιρούς) γενικός αρχηγός, έφορος ποδοσφαιρικού τμήματος, γενικός γραμματέας, αντιπρόεδρος και τα τελευταία χρόνια της θητείας του έγινε πρόεδρος.
Από τη θέση του γενικού αρχηγού κατόρθωσε να δημιουργήσει στο ποδοσφαιρικό τμήμα ομοψυχία και φιλικό κλίμα, γεγονός που ανέβασε την ψυχολογία των παικτών και η ομάδα του Εθνικού, εκείνη την εποχή, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα ποδοσφαιρικά πράγματα της χώρας. Την περίοδο 1955-56 διέθετε την τρομερή ενδεκάδα (Μανταλόζης, Λαιμός, Κλικόπουλος, Κοζομπόλης, Αρδίζογλου, Καρνασόπουλος, Γράφας, Στούρας, Καραουλάνης, Σπαθούλας, Μπενάρδος – Γιακουμάκης, Πέστροφας, Ιωάννου Θ.) που ήταν επικεφαλής στο πρωτάθλημα Ελλάδας και ενώ εθεωρείτο βέβαιος πρωταθλητής, η ΕΠΟ και γενικά το ισχυρό κατεστημένο, με δικαστικές αποφάσεις και με παράτυπα νομικά τερτίπια, μηδένισαν και απέκλεισαν τον Εθνικό.
Εκτός από τα καθήκοντα του κορυφαίου διοικητικού παράγοντα στον Εθνικό, ο Νίκος Μουρκάκος υπήρξε ο πρώτος σπορ-κάστερ στον κεντρικό ραδιοσταθμό Ενόπλων Δυνάμεων που μετέδιδε, από το 1954 ώς το 1963, αγώνες μέσα από τα γήπεδα κάθε Κυριακή, ενώ ήταν ο άνθρωπος που προώθησε επίσης ως σπορκάστερ τον συγγραφέα Νίκο Φώσκολο.
Το 1960 διατηρούσε κάθε Κυριακή μεσημέρι από τη συχνότητα του ραδιοσταθμού Ενόπλων Δυνάμεων εκπομπή λόγου και μουσικής «Το Μικρόφωνο στο Μικρόφωνο» όπου παρουσίαζε λαϊκά τραγούδια της εποχής. Παράλληλα ο Νίκος Μουρκάκος υπήρξε επιτυχημένος στιχουργός. Έγραψε περισσότερα από 200 λαϊκά και ελαφρά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες με γνωστές φωνές όπως: «Ζιγκουάλα», «Για μας ποτέ μην ξημερώσει», με τους Καζαντζίδη – Μαρινέλλα. «Ο Πατρινός» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Ένα σφάλμα έκανα» με την Πόλυ Πάνου, «Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο» με τον Πάνο Γαβαλά, «Σαν μια γλυκιά διπλοπενιά» με τους Μανώλη Χιώτη – Μαίρη Λίντα, «Γράμματα μου στέλνεις» με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, «Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια» με τον Νίκο Γούναρη, «Μυστήριο» με τον Τώνη Μαρούδα, «Δεν ξέρω τι να κάνω», με την Καίτη Μπελίντα.
Τα τελευταία χρόνια ο Νίκος Μουρκάκος ήταν αποστασιοποιημένος από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ζούσε στο σπίτι του στην Καστέλλα, με την σύζυγό του Σοφία Λερίου, παλιά πρωταθλήτρια στίβου, και τα δυο τους παιδιά Λάζαρο και Μανώλη, δημοσιογράφους. Έφυγε με την πίκρα ότι ο Εθνικός δεν μπόρεσε να βρει τον δρόμο του.
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 29 Ιανουαρίου 2005
Δημήτρης Καπράνος O θάνατος του Nίκου Mουρκάκου σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής. Tης εποχής των «παραγόντων» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Tων ανθρώπων εκείνων, δηλαδή, που χωρίς τις ειδικές γνώσεις, χωρίς σπουδές μάρκετινγκ ή μάνατζμεντ, κατάφεραν να διακριθούν στον χώρο της διαχειρίσεως των πραγμάτων του ελληνικού ποδοσφαίρου εργαζόμενοι αφιλοκερδώς, από αγάπη προς το άθλημα, από φιλοδοξία, από κεκτημένη ταχύτητα, από φιλία προς εκείνον «που έβαζε τα λεφτά». Aρκεί κανείς να θυμηθεί τον Γιώργο Aνδριανόπουλο, τον Aπόστολο Nικολαΐδη, τον Aντώνη Mαντζεβελάκη, τον Nίκο Γουλανδρή, τον Γιώργο Παντελάκη, τον Σπύρο Σκούρα, τον Δημήτρη Kαρέλλα, τον Λουκά Mπάρλο.
O Nίκος Mουρκάκος, ένας «μποέμ» τύπος, που ασχολήθηκε με τη ραδιοφωνία, με το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο, ήταν ο τελευταίος αυτής της μεγάλης φουρνιάς. Bέβαια, είχε το ευτύχημα να θητεύσει στον Eθνικό όταν μεσουρανούσε ο Δημήτρης Kαρέλλας, ένας περίεργος εκατομμυριούχος, ένας αμετανόητος «bovivant» και «big spender», ένας άνθρωπος πάμπλουτος, που πέθανε εξόριστος στην Aγγλία, αφού δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Eλλάδα λόγω των τεραστίων χρεών που άφησε ο αφανισμός της αμύθητης περιουσίας του.
O Mουρκάκος, λοιπόν, που εργαζόταν στην κρατική ραδιοφωνία, ασχολήθηκε αρχικά με το λαϊκό τραγούδι, έγραψε στίχους για μεγάλες επιτυχίες της εποχής («Zιγκουάλα» κ.λπ.) και κάποια στιγμή πέτυχε να συμβάλει στη διάρρηξη του ιστού που κρατούσε το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι μακριά από τα στούντιο του ελληνικού ραδιοφώνου. Tότε το μπουζούκι είχε χαρακτηρισθεί «χασικλίδικο» και το λαϊκό τραγούδι ήταν αποδιοπομπαίο. O Mουρκάκος, στα προγράμματα που έφτιαχνε για το ραδιόφωνο του EIP, πέρασε σιγά σιγά κάποια λαϊκά και όταν ο Mανώλης Xιώτης έδωσε στο μπουζούκι το «άλλο χρώμα», βρήκε την ευκαιρία να «τρυπώσει» στον μαγικό χώρο της λαϊκής μας μουσικής, πολύ πριν τη μετατρέψουν σε πνευματική τροφή για τους πολιτισμένους ο Xατζιδάκις και ο Θεοδωράκης!
Πειραιώτης, με μανιάτικη ρίζα, ο Mουρκάκος αγάπησε τον Eθνικό και γνωρίστηκε στα μπουζούκια με τον σπάταλο και σκανδαλιάρη Kαρέλλα, Oι δυο τους «κόλλησαν» αμέσως και κάποια στιγμή ο Kαρέλλας, που ξόδευε τεράστια ποσά στον Eθνικό, για να πάει κόντρα στο «κατεστημένο» του ΠOK, του εμπιστεύτηκε μια θέση στη διοίκηση. Aφιλοκερδής, χωρίς να κρατήσει ποτέ δραχμή για τον εαυτό του, περήφανος και ακατάδεχτος, ο Mουρκάκος έγινε γενικός αρχηγός και διοικούσε από το παρασκήνιο μια ομάδα μικρή, η οποία, όμως, διακρινόταν πάντοτε στα πρωταθλήματα, που έφερε στην Eλλάδα τον Πούσκας και την παρέα του με σκοπό να τους κρατήσει στον Eθνικό, αλλά μηδενίσθηκε και έχασε το πρωτάθλημα με ενέργειες του Oλυμπιακού, που δεν υποβιβάσθηκε ποτέ, παρά μόνον όταν έφυγε από τη διοίκηση εκείνος!
Πώς τα κατάφερνε; Θα πουν όλοι ότι «διοικούσε με τα λεφτά του Kαρέλλα». Kι όμως, επί δύο χρόνια, όταν ο Δ. Kαρέλλας είχε πια διαφύγει στο εξωτερικό πάμπτωχος και τον συντηρούσαν οι φίλοι του Eθνικού με εράνους, ο Nίκος Mουρκάκος κράτησε τον Eθνικό στην A΄ Eθνική, κόβοντας τη δραχμή στα τέσσερα, υποσχόμενος στους παίκτες χρήματα που ήξερε ότι δεν υπήρχαν και φέρνοντάς τους πάντα «στο φιλότιμο»!
«Πώς τα κατάφερνε και μας τούμπαρε πάντα; Πώς μπορούσε και μας έπειθε να παίζουμε κάθε Kυριακή χωρίς να πληρωνόμαστε;» μονολογούσε ο Πέτρος Kαραβίτης, καθώς συνόδευε, μαζί με άλλους παίκτες που πέρασαν από τον Eθνικό το φέρετρο του Mουρκάκου προς το μνήμα.
Nαι, ήταν άλλες εποχές. Tότε, που ο Nίκος Γουλανδρής ξόδευε εκατομμύρια για την «ιδέα» του Oλυμπιακού, τότε που ο Λουκάς Mπάρλος δεν φειδόταν χρημάτων για να φτιάξει τη μεγάλη AEK. Tότε που ο Γιώργος Παντελάκης «έκοβε τον λαιμό του» να βρει λεφτά για να πληρώσει τους παίκτες του ΠAOK, τότε που ο Γ. Aνδριανόπουλος ψήφιζε «όχι» στην πρόταση για υποβιβασμό του Παναθηναϊκού!
Aλλες εποχές, θα πείτε. Tότε το ποδόσφαιρο ήταν -στα χαρτιά- ερασιτεχνικό. Aλλά ο Aντ. Mαντζεβελάκης έδινε τα χρήματά του για να «κλείσει» μετεγγραφές, ο Γ. Aνδριανόπουλος έπειθε μεγάλους παίκτες να έλθουν στον Πειραιά για να παίξουν «για τη δόξα του Oλυμπιακού» και τους εξασφάλιζε εργασία στο Δημόσιο!
Tότε, που ο Δημ. Kαρέλλας, κάθε Δευτέρα έδινε «χαρτζιλίκι» σε παίκτες όχι μόνο του Eθνικού αλλά και άλλων ομάδων, που του ζητούσαν «κατιτίς για να πληρώσουν την Eταιρεία Yδάτων και τη ΔEH»! Xωρίς, φυσικά, να τους ζητάει ανταλλάγματα.
Mε το τέλος του Nίκου Mουρκάκου, έπεσε η αυλαία. Σήμερα, οι «παράγοντες» είναι επαγγελματίες. Oπως και πολλοί «φίλαθλοι». Tο ποδόσφαιρο μπορεί να είναι πλέον «show business», αλλά πόσα από τα «γατάκια» που παίζουν σήμερα στις ομάδες θα είχαν θέση σ’ εκείνο το «αληθινό» ποδόσφαιρο;
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30-1-2005
Βασίλης Κουτουζής
περισσότερα
Το Νίκο Μουρκάκο τον γνώρισα το 1975 όταν πήγα στην ΥΕΝΕΔ. Αμέσως μαζί με τον Κώστα Σισμάνη γίναμε μια παρέα. Είχαμε καθημερινή συνεργασία και ανεβοκατεβαίναμε μαζί με το αυτοκίνητό μου στο σταθμό στη Μεσογείων.
Ο Νίκος Μουρκάκος πήγε στον παράδεισο 26-1-05, στα 81 του χρόνια, κοντά στους φίλους του Δημήτρη Καρέλα και τον Στάθη Μανταλόζη του Εθνικού μέχρι τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιώργο Ζαμπέτα και όλους τους με¬γάλους συνθέτες της χρυσής εποχής του ελ¬ληνικού τραγουδιού.
Ο Νίκος Μουρκάκος είχε δέσει στενά τη ζωή του με την πρώτη γραμμή του αθλητισμού, στήριξε όσο λίγοι το ελληνικό τραγούδι και ήταν από τους πρωτοπόρους της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας. Ακόμη και η γυναίκα του η Σοφία ήταν αθλήτρια.
Ασχολήθηκε με τα κοινά του Εθνικού από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, αρχικά από το πόστο του εφόρου του ποδοσφαιρικού τμήματος.
Τότε που ο Εθνικός του αείμνηστου Καρέ¬λα με τους Μανταλόζη, Κλικόπουλο, Καζαμπόλη, Καραουλάνη και Μπενιάρδο χτυ¬πούσε στα ίσα τους μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου και χτυπήθηκε ανελέητα την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόταν να κάνει το βήμα καταξίωσης με τη μεταγραφή του Φέρεντς Πούσκας.. Πέρασε από όλες τις θέσεις του διοικητικού συμβουλίου, διετέλεσε γενικός γραμματέας, γενικός αρχηγός, αντι¬πρόεδρος και τα τελευταία χρόνια της θητεί¬ας του πρόεδρος της ΠΑΕ.
Αποσύρθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, έχοντας προσφέρει περισσότερα από 35 χρόνια, τη ζωή του την ίδια. Το πόσο σημα¬ντική υπήρξε η παρουσία του φαίνεται από το πού κατρακύλησε ο Εθνικός χωρίς αυτόν στο τιμόνι…
Παράλληλα είχε αναπτύξει το δημοσιο¬γραφικό του ταλέντο.
Τη δεκαετία του ’50 ήταν διευθυντής προ¬γράμματος στο Ραδιοσταθμό Ενόπλων Δυνάμεων και διατηρούσε εκπομπή που δια¬φήμιζε τα γνήσια λαϊκά ελληνικά τραγούδια.
Κάθε Κυριακή έκανε κόντρες με τον Μιχάλη Γιαννακάκο του ΕΙΡ για το ποιος θα περιέγραφε πιο γλαφυρά τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις της εποχής… Από μικρός είχε κλίση στη στιχογραφία.
Ο Νίκος Μουρκάκος υπήρξε στιχουργός 200 και πλέον λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών, που κυκλοφόρησαν στις δεκαετίες 1950 και 1960 και έγιναν επιτυχίες με φωνές μεγάλων ερμηνευτών όπως: Καζαντζίδης – Μαρινέλλα («Ζιγκουάλα», «Για μας ποτέ μην ξημερώσει»), Νίκος Γούναρης («Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια»), Τώνης Μαρούδας («Μυστήριο»), Καίτη Μπελίντα («Δεν ξέρω τι να κάνω»), Μπιθικώτσης («Ο Πατρινός»), Πάνος Γαβαλάς («Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο»), Πόλυ Πάνου («Ένα σφάλμα έκανα»), Μανώλης Αγγελόπουλος («Οι πρόσφυγες»), Τρίο Μπελκάντο («Το τσουλούφι»). Κι ακόμη το Κίνδυνος Θάνατος του Χιώτη…Για κείνη που έφυγε, Δεν μπορούσα ποτέ να βρω, Δικαίωμά σου, Θυμάμαι, Μη με πληγώνεις, Τι κι αν μου λείπεις, Ξαναγύρνα γλυκό μου αγόρι, Της ζωής μου το τραγούδι, Δεν υπάρχει άλλη λύση, και πολλά άλλα. Τις επιτυχίες του τραγούδησαν τα μεγαλύτε¬ρα ονόματα της εποχής:
Εκτός από τη δραστηριότητά του ως στιχουργού, ο Μουρκάκος είχε μεγάλη προσφορά στο ελληνικό τραγούδι όταν με την ιδιότητα του παραγωγού αλλά και του διευθυντή προγράμματος του Ραδιοσταθμού Ενόπλων Δυνάμεων πρόβαλε το ποιοτικό ρεπερτόριο δημιουργών και τραγουδιστών. Την 4ετία 1953-’57, όταν ήταν απαγορευμένη με βασιλικό διάταγμα η μετάδοση ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών, ο Μουρκάκος καθιέρωσε σταδιακά ζωντανές εκπομπές όπου έπαιζαν και τραγουδούσαν μουσικοί, συνθέτες και τραγουδιστές της εποχής εκείνης

2 σκέψεις σχετικά με το “Νίκος Μουρκάκος, ένας γνωστός… άγνωστος- Τρεις φίλοι του γράφουν…

Σχολιάστε