Αν γινόταν διαγωνισμός ομορφιάς ο Νομπι Στάιλς θα κοβόταν στα προκριματικά. Αν γινόταν διαγωνισμός τεχνικός το ίδιο. Αν όμως γινόταν διαγωνισμός πάθους, πείσματος και δυναμισμού ο μικρόσωμος (1μ68) μέσος της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ και της εθνικής Αγγλίας στη δεκαετία του ’60 σίγουρα θα ήταν φαβορί.
Ο Στάιλς ήταν ο τύπος του παίκτη που θέλει κάθε προπονητής στην ομάδα του. Τον έβαζε βεντούζα στον καλύτερο παίκτη της αντίπαλης ομάδας και τον… εξαφάνιζε. Μπορεί να ήταν άτεχνος, αλλά δεν φοβόταν ποτέ. Και δεν τον ένοιαζε το όνομα του αντιπάλου.
Γεννήθηκε βόρεια του Μάντσεστερ σε μια περιοχή καθολικών και στα 15 χρόνια του ήταν ήδη μέλος της ομάδας. Έφερνε κάτι από την όψη των ποδοσφαιριστών της δεκαετίας του ’50 όταν τους έλειπαν τα μπροστινά δόντια από τις μονομαχίες στον αέρα και τις αγκωνιές. Είπαμε η ομορφιά δεν ήταν το δυνατό του σημείο. Τον φώναζαν «ασχημόπαπο» στην καλύτερη περίπτωση και «δράκουλα» στη χειρότερη.
Μέλος της εθνικής Αγγλίας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1966 έζησε με τη Μάντσεστερ τον θρίαμβο της κατάκτησης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1968.
Πήγε στις ΗΠΑ με τον κουνιάδο του Τζόνι Τζάιλς, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των Βανκούβερ Γουάιτκαπς.
Ο Αλεξ Φέργκιουσον τον κάλεσε κοντά του, του ανέθεσε τα τμήματα υποδομής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και μέχρι το 1993 που εργάστηκε εκεί του το είχε ανταποδώσει προσφέροντας στην πρώτη ομάδα παίκτες όπως ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Ράιαν Γκιγκς και ο Νικ Μπατ.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Νόμπι Στάιλς, το ασχημόπαπο της Αγγλίας”